Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010




ΒΑΡΔΗΣ ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΕΝΑΝ «ΟΜΙΧΛΙΣΤΗ»


Οι παλάμες μου είχαν ιδρώσει κρατώντας το μαγνητοφωνάκι και περιμένοντας, έξω από το Μαγκαζέ, να συναντήσω τον Βαρδή Μαρινάκη. Το γεγονός ότι θα έπαιρνα συνέντευξη από σκηνοθέτη, συντάραζε το σινεφίλ φρικιό που κρύβω μέσα μου. Ειδικά, όταν το προηγούμενο βράδυ, έχοντας προλάβει τη νυχτερινή προβολή της καινούργιας του ταινίας, το «Μαύρο Λιβάδι», βγήκα από την Ταινιοθήκη, όπου και προβάλλεται, με την πιο ευχάριστη, γλυκόπικρη γεύση.
Ο Β. Μαρινάκης είναι από τους σκηνοθέτες που αυτήν την περίοδο αναγκάζουν μερίδα του κοινού να σνομπάρει τα ογκώδη και τρομακτικά multiplex, και να επιστρέψει σε, παραδοσιακού τύπου, προβολές, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η ταινία, και όχι το ποπ κορν και η άνετη καρέκλα.
Παράλληλα, ο Β. Μαρινάκης ως μέλος των «Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη», μαζί με άλλους 34 σκηνοθέτες, απείχε από το 50ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, θυσιάζοντας, κατά κάποιον τρόπο, τις ταινίες τους. Προτίμησε να παραμείνει καλυμμένος με ομίχλη, να διαμαρτυρηθεί. Συνεργάστηκε με τους συναδέλφους του, για να δώσουν φωνή στον Ελληνικό κινηματογράφο, ο οποίος ξεψυχά μπροστά στην αδιαφορία και την ασυνέπεια που επιδεικνύει το Υπουργείο Πολιτισμού ως προς την εφαρμογή του κινηματογραφικού νόμου.
Αφού καθίσαμε στο πιο απόμερο σημείο του café, πάτησα REC, ενώ προσπαθούσα να τιθασεύσω τις ερωτήσεις- ζιζάνια που ξετρύπωναν εκείνη την ώρα από το μυαλό μου. Ξέρεις τι είναι να έχεις δει ταινία, και την επόμενη μέρα, εκτός από τη φίλη ή τον φίλο σου, να τη συζητάς με τον ίδιο το σκηνοθέτη της;

Μ.: Ας ξεκινήσουμε από το κίνημα των «Κινηματογραφιστών στην ομίχλη». Ποια, ακριβώς, είναι τα αιτήματά σας;
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Αυτό που ζητάει η πλειοψηφία της ομίχλης είναι να βοηθηθεί η ανάπτυξη του κινηματογράφου. Να παρθούν πολύ βασικά μέτρα ή να εφαρμοστούν άλλα παλαιότερα. Γιατί εάν εφαρμοζόταν ο νόμος της Μελίνας Μερκούρη, δεν θα υπήρχαν οι τωρινές αδυναμίες. Στοχεύουμε, επομένως, στο να υπάρξουν περισσότερες πηγές χρηματοδότησης των ταινιών. Θέλουμε, αρκετοί σκηνοθέτες, να τεθεί έντονα το θέμα της δημιουργίας μιας Ανώτατης σχολής κινηματογράφου. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στην Ελλάδα, εκτός από το τμήμα της Θεσσαλονίκης, το οποίο είναι ένα κακέκτυπο, χαρακτηρισμό που χρησιμοποιούν οι ίδιοι οι φοιτητές. Δεν μπαίνεις σε μια σχολή κινηματογράφου με πανελλήνιες, ούτε με μόρια.
Η ομίχλη ζητάει πολύ βασικά πράγματα, όπως το περίφημο 1,5 % των ακαθάριστων εσόδων των τηλεοπτικών καναλιών. Η ΕΡΤ δίνει το μισό από το 1,5%, η NOVA δίνει το σωστό ποσοστό που μας αναλογεί, ενώ τα ιδιωτικά κανάλια δεν δίνουν αυτό οφείλουν από τις εισπράξεις τους για να χρηματοδοτήσουν τον κινηματογράφο. Αυτό δεν εφαρμόζεται με τη δικαιολογία ότι τα κανάλια είναι παράνομα, όπως μας είπε ο κος Τσίμας, γιατί δε θέλουν να γίνουν νόμιμα τα ίδια. Διατηρούν ένα καθεστώς ημιπαρανομίας, για οικονομικούς λόγους, πολιτικές σχέσεις κλπ.
Επίσης, τίθεται κι το θέμα της επιστροφής φόρου. Ενώ πληρώνεις ένα εισιτήριο, υπάρχουν κάποια λεφτά που υποτίθεται επιστρέφονται σε παραγωγούς για να ξαναγίνουν ταινίες (υποσημείωση: όχι για να τα βάζουνε στην τσέπη τους). Αυτό δε γίνεται ποτέ, δεν επιστρέφουν ποτέ. Μετά έχουμε και την φοροαπαλλαγή. Δηλαδή, στην ταινία μου, ένας ιδιώτης, που έτυχε να είναι πλούσιος και φίλος μου, έβαλε χρήματα.
Μ.: Ναι , διάβασα κάπου ότι σου χρωστούσε χάρη.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Ναι, και έδωσε αρκετές χιλιάδες ευρώ. Από αυτό δε θα κερδίσει τίποτα, ούτε απαλλαγή φόρου. Δε μετράει ούτε καν ως έξοδο. Οπότε ποιο το κίνητρο; Αν δώσουν κίνητρα, αντί τα χρήματα να χάνονται στο Λιχτενστάιν και στη Μάλτα, να πηγαίνουν σε μια ταινία. Και για ξεκαθαρίσω κάτι αυτά τα λεφτά δίνονται όχι σε μια ταινία, αλλά στους ανθρώπους που δουλεύουν σε μια ταινία.
Μ.: Πόσο δύσκολο ήταν να προωθήσεις τη ταινία σου μετά την επιλογή σου να απέχεις από το φεστιβάλ;
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Μου στοίχισε αυτό το πράγμα. Η ταινία μου είναι και λίγο παράξενη σαν θέμα, λίγο εκτός μόδα, εκτός εποχής, είναι λίγο κουκουρούκου. Και επειδή ο κινηματογράφος είναι ένα τεράστιο δίκτυο πλέον, έχει μεγάλη σημασία το περιτύλιγμα, το πώς θα πουλήσεις την ταινία σου, και ένα φεστιβάλ συμβάλλει πάρα πολύ σε αυτό. Ο σκηνοθέτης καλείται να δικτυωθεί. Γι’ αυτό το λόγο ξοδεύονται όλα αυτά τα λεφτά, για να δικτυωθείς. Βέβαια ξοδεύονται παραπάνω από ότι πρέπει στη Θεσσαλονίκη. Όμως το word of mouth που είναι αποτέλεσμα ενός φεστιβάλ και όλο αυτό το κύκλωμα ανθρώπων που βρίσκονται εκεί, είναι απαραίτητα για την προβολή της ταινίας.
Μ.: Είχες πει ότι αυτή η κίνησή σου είναι αυτοκτονική. Δεν μπορεί να ισχύει και τόσο βέβαια, αφού με όλη αυτή τη δημοσιότητα που έλαβε το θέμα, με την αποχή σας από το φεστιβάλ και τους «ομιχλιστές», προβληθήκατε πάρα πολύ.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Σίγουρα κατά κάποιον τρόπο, αλλά μόνο στο εγχώριο κοινό. Με ενδιαφέρει, όμως, περισσότερο η πορεία της ταινίας μου στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα σε αναγνωρίζουν πιο πολύ όταν έρχεσαι από έξω. Η δημοσιότητα, αποτέλεσμα της διαμαρτυρίας μας, ήταν καλή για τον Κινηματογράφο πιο πολύ, όχι τόσο για τις ταινίες μας.
Μ.: Εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις; Σου αρκεί που το «Μαύρο Λιβάδι» έγινε γνωστό στην Ελλάδα. Θα κάνεις κάτι άλλο;
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Ναι, τη στέλνω σε φεστιβάλ τώρα. Σε κάποια μεγάλα φεστιβάλ δεν τη δέχτηκαν. Αρχίζω και τη στέλνω σε μικρότερα και ελπίζω να πάει καλά.

M.: Εδώ, ήδη πηγαίνει καλά. Ας αναφερθώ και στο περιεχόμενο της ταινίας. Πρόκειται για μια ιστορία που διαδραματίζεται περί το 1600. Ένας γενίτσαρος, ο οποίος καταφθάνει τραυματισμένος σε ένα μοναστήρι, όπου και βρίσκει καταφύγιο, ενώ οι μοναχές φροντίζουν να τον περιθάλψουν. Εκεί γνωρίζει μια μοναχή, την Ανθή, και γεννιέται μεταξύ ερωτική έλξη. Η Ανθή τον βοηθάει να το σκάσει από το μοναστήρι, και ενώ βρίσκονται στο δάσος, ο γενίτσαρος μαθαίνει το μυστικό της, ότι δηλαδή είναι ένα αγόρι που μεγάλωσε στη μονή ως κορίτσι για να αποφύγει να στρατολογηθεί από τους Τούρκους και να καταλήξει γενίτσαρος.







Πρέπει να σου πω πως το ζεύγος γενίτσαρος- Ανθή θυμίζει λίγο Αδάμ και Εύα. Οι πρωτόπλαστοι είναι ένα αρχέτυπο σύμβολο της ετεροφυλίας. Στην ταινία σου, αυτό το αρχέτυπο αντικαταστάθηκε, χωρίς όμως να απορριφθεί, από την Ανθή και το Γενίτσαρο. Με αυτόν τον τρόπο δείχνεις στο κοινό ότι και αυτό το «εναλλακτικό» ζεύγος αποτελεί κάτι το φυσικό.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Αυτή η έννοια των πρωτόπλαστων, που είναι μόνοι τους στη φύση ενώ ψηλαφούν ο ένας τον άλλο και προσπαθούν να καταλάβουν ποιοι είναι, ήταν το πιο σημαντικό κομμάτι που με ενδιέφερε να προβάλω στην ταινία. Θα μπορούσα να κάνω μια ταινία μονάχα γι’ αυτό, δηλαδή τη στιγμή που ανακαλύπτεις τον άλλον, αλλά και τον εαυτό σου μέσω του άλλου.
Μ.: Θα ήταν ωραία ταινία μικρού μήκους αυτή.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Μεγάλου θα την κάνω, να σε βασανίσω. (γέλια)
Μ.: Το ανέδειξες ως κάτι πολύ φυσικό, και το νατουραλιστικό στοιχείο βοήθησε πολύ.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Ναι, θα εννοείς τις τελευταίες σκηνές, γιατί την αρχή η ταινία είναι πιο κατασκευασμένη.
Μ.: Βασικά όλες οι σκηνές στη φύση, που για μένα ήταν κάπως συμβολικές και είχαν να κάνουν με την ορμή του έρωτα και την απόλυτη ελευθερία της σεξουαλικότητας. Όλες οι σκηνές στη φύση και η φωτογραφία, που παρεμπιπτόντως ήταν απίστευτη, πιστεύω τόνιζαν ότι κι αν ήθελες να δείξεις.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Εμένα δεν μου αρέσουν γενικά τα συμβολικά έργα, δηλαδή, δε θα ήθελα να πω ότι έχω χρησιμοποιήσει σύμβολα. Επειδή, όμως, υπάρχει μια απόσταση μεταξύ των ηρώων, οι οποίοι δεν εξωτερικεύουν σημεία του χαρακτήρα τους, θέλω ο θεατής να νιώθει, γι’ αυτούς τους δυο, αυτό που συμβαίνει, αλλά, επειδή έχουμε αφαιρέσει τα γύρω γύρω, αναγκαστικά το να το δει κανείς συμβολικά βοηθάει.
Μ.: Το αξιοσημείωτο στην ταινία σου ήταν και το γεγονός ότι το έντονο στοιχείο του ερωτισμού, το δέχτηκε ο θεατής, με τρόπο πολύ φυσικό και ήπιο, χωρίς να χρειαστεί να σοκάρεις.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Η ταινία του Πάνου Κούτρα σου ήρθε το ίδιο φυσικά;
Μ.: Η ταινία του Κούτρα μου φάνηκε πιο ρεαλιστική, και προσωπικά θεώρησα πως είχε κάπως επιτηδευμένο ύφος.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Ότι ήθελε δηλαδή να προκαλέσει; Δεν νομίζω. Καλά είναι ανάλογα με το πώς το νιώθει κανείς. Γιατί και για τη δική μου αυτό λένε κάποιοι, «τι όμορφες εικόνες, αλλά πού είναι η ψυχή τους».
Μ.: Μπορεί να φταίει που τον είχα συνηθίσει στη φάση της cult-ίλας, βλέπε «Επίθεση γιγαντιαίου μουσακά». Και η «Στρέλλα», βέβαια έχει cult συοιχεία.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Ναι.. Εγώ το θεωρώ πιο ειλικρινές αυτό. Η πρωταγωνίστρια έβγαλε κάτι.
Μ.: Απ’ ότι άκουσα δεν ήταν επαγγελματίας ηθοποιός, κάτι που μου άρεσε…Πολλές φορές οι άνθρωποι που έχουν σπουδάσει υποκριτική παίζουν κάπως επιτηδευμένα και μου το χαλάνε.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Ναι σίγουρα…Η πρωταγωνίστρια ήταν και τραβεστί, γεγονός που βοήθησε πολύ. Για πες μου, στην ταινία μου, εσένα σε ενόχλησε το ότι το ρόλο της Ανθής τον έπαιζε κοπέλα;
Μ.: Όχι, καθόλου, γιατί; Ενοχλήθηκε το ομοφυλόφιλο κοινό;
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Όχι όλοι..
Μ.: Εμένα μου άρεσε, γιατί όπως είπε και η Σοφία Γεωργοβασίλη, η ηθοποιός που την υποδυόταν, η Ανθή είχε μεγαλώσει ως γυναίκα. Φαίνεται, λοιπόν, πιο ειλικρινής η επιλογή σου να χρησιμοποιήσεις γυναίκα, αφού κιόλας, αργότερα, όταν στην ταινία μαθαίνει πώς να φέρεται σαν αγόρι, της βγαίνει πιο φυσική η προσπάθεια που κάνει να μιμηθεί την αγορίστικη συμπεριφορά.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Κάποιοι είπαν ότι φοβήθηκα να βάλω άντρα.
Μ.: Αυτό βασικά μου ακούγεται γελοίο. Εδώ δε φοβήθηκες να θίξεις όλο αυτό το θέμα, στη λεπτομέρεια του φύλου του ηθοποιού θα κολλούσες. Σε μια συνέντευξη τύπου, μάλιστα, δέχτηκες και λεκτική επίθεση από έναν ηλικιωμένο.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Ο οποίος παρεμπιπτόντως, μαζί με άλλους πουριτανούς που αντέδρασαν έντονα, δεν είδαν καν την ταινία. Ο συγκεκριμένος έτυχε και βρέθηκε εκεί, ας πούμε.
Αλλά, δυστυχώς, δεν είχαμε αντιδράσεις από την εκκλησία, που σκεφτόμασταν ότι μπορεί να υπήρχαν. (γέλια)
Μ.: Αλλιώς θα έβλεπες τι πάει να πει αρνητική διαφήμιση.

(Κάνουμε διάλειμμα για να φάει δυο-τρεις μπουκιές από το cookie του, και να πιω κι εγώ το φυσικό ανάμεικτό μου)

Μ.: Θεωρείς ότι η ταινία σου ανήκει στο gay genre;
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Αυτή νομίζω ότι δεν ανήκει, αν και αυτό θα τη βοηθούσε ως προς την προβολή της.
Μ.: Όμως, έτσι φάνηκες πιο ειλικρινής. Δε στόχευσες μόνο στο gay κοινό. Δεν επιδίωξες την εύκολη προβολή.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Το θέμα της ομοφυλοφιλίας στην ταινία, ούτως ή άλλως, ήταν δευτερεύον. Κυρίως, ήθελα να αναδείξω την ελευθερία, την ταυτότητα. Ως δεύτερο θέμα προβάλλω το ότι δύο άντρες γουστάρονται.
Μ.: Αυτό, άρεσε πάρα πολύ, και εκτιμήθηκε και από τους gay θεατές.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Αυτό που λες μου αρέσει, γιατί διάβαζα κάτι σχόλια θεατών στο Αθηνόραμα… Αυτό που δε θα ήθελα να ακούσω για την ταινία μου είναι «α, υπέροχη φωτογραφία αλλά δεν ένιωσα τίποτα», ή ότι το έκανα για να εντυπωσιάσω με την ομορφιά των εικόνων κτλ. Σίγουρα υπάρχει ένας μικρός ναρκισσισμός, αλλά το βασικό στοιχείο για μένα ήταν η τιμιότητα και η λιτότητα στην αφήγηση, το να μιλήσω, δηλαδή ταπεινά γι’ αυτά τα πράγματα. Όχι, η εξωστρέφεια δεν μου ταιριάζει καθόλου.
Μ.: Όντως, δεν ήταν θορυβώδης η ταινία.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Ναι, ήταν ήπια, χαμηλών τόνων.
M.: Διάβασες την κριτική του Κουτσογιαννόπουλου στη Lifo;
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Ναι, ήταν παράξενη η κριτική αυτή. Αρκετά αναλυτική, όποτε γι’ αυτό τον παραδέχομαι, αλλά ήταν αναλυτικός μονάχα στα αρνητικά. Δεν είναι φοβερό αυτό; Το είδε σε dvd, βέβαια, όπως οι περισσότεροι κριτικοί. Δεν κάνουν τον κόπο να έρθουν πολλές φορές στις δημοσιογραφικές προβολές.
Ο Κρασσακόπουλος είναι φοβερός. Μου έκανε θετική κριτική, γι’ αυτό. (γέλια) Είχε
έρθει, όμως, στην προβολή.
Ο Κουτσογιαννόπουλος ήταν σχετικά επαγγελματίας στην κριτική του, ειδικά σε σχέση με το Δανίκα. Η κριτική του περιείχε φράσεις όπως « ο γενίτσαρος καβάλα στην Ανθή», και κάποια προσβλητικά σχόλια, προσωπικού χαρακτήρα. Κάτι που δεν περίμενα από τον ίδιο.
Μ.: Πρέπει να σου πω πως είχα απογοητευθεί αρκετά από το ελληνικό σινεμά
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Κλασικά… «Εγώ δεν βλέπω ελληνικό κινηματογράφο» (κοροϊδευτικά) (γέλια)
Μ.: Όχι από σνομπισμό, μπορεί και να μην το έψαχνα και πολύ.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Έχουν παίξει και το ρόλο τους, βέβαια, κάποιες κακές ταινίες. Αυτό είναι αλήθεια. Σημαντικός παράγοντας υπήρξε, όμως, και η αντιμετώπιση από τους κριτικού, ξέρεις το φυσοκάλαμο.
Τώρα έχει δημιουργηθεί ρεύμα. Έγινε, ξαφνικά, το «τσαφ». Η ομίχλη και οι ίδιες οι ταινίες που πήγαν στο εξωτερικό, δημιούργησαν ένα καλό timing για τον ελληνικό κινηματογράφο.
Μ.: Όπως και του Λάνθιμου που πήγε στις Κάννες…
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Την είδες;
Μ.: Ναι, μου άρεσε αλλά ήταν αρκετά ωμή για τα γούστα μου. Προτιμώ το παραμυθένιο στοιχείο του «Μαύρου Λιβαδιού».
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Έχω παρατηρήσει ότι αρέσει πιο πολύ στις γυναίκες η ταινία μου. Του Λάνθιμου, πάντως, ήταν άρτια σκηνοθετικά, με πολύ πρωτότυπο και ευρηματικό σενάριο.
Μ.: Και τέλος ας επανέλθουμε στους ομιχλιστές. Τι κάνετε από δω και πέρα;
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Εμείς, δεν ζητάμε πιο πολλά λεφτά από το κράτος, απαιτούμε, απλά, να εφαρμόζει τους νόμους. Αυτήν την Κυριακή προγραμματίζουμε και μια συνέντευξη τύπου έξω από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Γενικά, πάντως, είναι όλα θετικά, μετά τη σεισμική δόνηση που ακολούθησε. Εγώ, βέβαια, τηρώ τις αποστάσεις μου, και προσπαθώ να μη είμαι στην πρώτη γραμμή. Θεωρώ πως μια συλλογική κίνηση, αργά ή γρήγορα, αγγίζει τα ίδια τα συμπτώματα αυτού που πολεμάει. Υπάρχουν και τα θέματα κάποιων με την εξουσία. Μια προσπάθεια 250 ατόμων μπορεί, τελικά, να αποβεί δυσκίνητη. Το αίτημα, όμως, με αυτόν τον τρόπο γίνεται πιο ηχηρό.
Μ.: Γενικά, εσείς οι άνθρωποι της τέχνης είστε λίγο…
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Εγωιστές;
Μ.: Στερεότυπο ε? Επίσης, είστε και αρκετά εκρηκτικές προσωπικότητες.
Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Ναι , δύσκολα συνεργάζεται, έτσι, κανείς. Αυτό ίσχυε πάρα πολλά χρόνια. Ευτυχώς, όμως, τώρα, με το ξεκίνημα των «Κινηματογραφιστών στην ομίχλη» έχουμε γίνει αρκετά πιο αλληλέγγυοι και μαθαίνουμε να συνεργαζόμαστε.